Κατάλαβα αν και πολύ μικρός ακόμα στην Αίγινα ότι η Γιαγιά μου κάτι κανόνιζε με την Μητέρα μου για μένα, ήμουν ενα χαρούμενο, ήσυχο παιδί που περνούσα τις μέρες μου με παιχνίδι με τον ξάδερφό μου τον Βαγγέλη, αδέρφια δεν είχα μιας και οι γονείς μου είχαν χωρίσει χρόνια πριν κι έτσι τα ξαδέρφια μου ήταν η συντροφιά μου, δεν μέναμε μακρυά κι έτσι σχεδόν όλη μέρα την περνούσα στο σπίτι της θείας μου της Μαρίτσας, τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού πήγα στο 1ο Δημοτικό σχολείο της Αίγινας, ξεκινούσαμε μαζί με τον ξάδερφό μου με τα σακκουλάκια μας με ενα αυγό και λίγο ψωμί και επιστρέφαμε πάλι μαζί… άλλοι σχεδίαζαν το μέλλον μου κι εγώ δεν εέχα ιδεα τι θα μου συνέβαινε,έμεχρι που συνέβη.
Η Μητέρα μου μαζί με τον αδελφό μου από την σχέση της είχαν ήδη μετακομίσει στην Αθήνα, εκεί θα πήγαινα κι εγώ παρ’ ότι μου άρεσε το νησί και η ζωή μου εκεί – δεν είχα γνωρίζει και τίποτα άλλο έτσι κι αλλοιώς, αλλά αυτό που με περίμενε ήταν ακόμα χειρότερο απύ το να φυγω από εκεί που μεγάλωσα.
Θυμάμαι να μπαίνουμε στο τραίνο και να κατεβαίνουμε στο τέρμα, Κηφισιά… πολύ πράσινο και ησυχία, ανηφορήσαμε προς τα πάνω και σταματήσαμε έξω απέ άνα μεγαλο κτήριο, η καρδιά μου κτυπούσε τρελλά θυμάμαι, ανεβήκαμε σε ένα γραφείο με μια βλοσυρή κυρία, εκεί θα έμενα απ’ ό, τι κατάλαβα, δεν είχα δύναμη ούτε να πω δεν θέλω, είχε καταρρεύσει ο κόσμος μέσα μου, ένα “γιατί” ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, τι είχα κάνει, σε τι έφταιξα, ποιοι είναι αυτοί που θα με κρατούσαν εκεί?
Ερειπιο στεκει πλεον εκει …….
Η Μητέρα μου με αποχαιρέτησε και έφυγε, άφησε πίσω της μια βαλίτσα με τα ρούχα μου, θυμάμαι όλα είχαν σε μια γωνιά τους τα αρχικά μου, μετά κατάλαβα ότι αυτό το έκανε για να μην τα χάνω όταν κάναμε μπάνιο και μου έδιναν να βάλω καθαρά, ο πρώτος καιρός ήταν τραγικός, θυμάμαι ότι έξυνα συνέχεια την μύτη μου να ματώνει και να πηγαίνω συνέχεια στο μπάνιο, γιατί το έκανα αυτό δεν θυμάμαι, ίσως ήταν μια αντρίδραση σε όσα ζούσα, ξάπλωνα στο κρεβάτι, μάτωνα την μύτη μου εσωτερικά και πήγαινα στο μπάνιο, και ξανά, και ξανά, και ξανά….
Το πρεβαντόριο, έτσι λεγόταν αυτό το μέρος που με είχαν πάει είχε σχολείο με εξωτερικές δασκάλες, μόνο εκεί ξεχνούσα λίγο τα προβλήματα που μου είχε δημιουργήσει ο αποχωρισμός μου από όσα ήξερα έως τότε, η μέρα μας ξεκινούσε με το πρωινό, μετά είχαμε σχολείο έως το μεσημέρι, φαγητό και μετά λίγο παιχνίδι και διάβασμα και τελικά ύπνος.
Υπήρχαν 4 θάλαμοι, ο μικρός και μεγάλος των αγοριών και ο μικρός και μεγάλος των κοριτσιών, όταν δεν είχαμε σχολείο έπρεπε μετά το δεκατιανό να πηγαίνουμε για ύπνο, οπότε κοιμόμαστε έπρεπε να έχουμε τα κεφάλια μέσα στα σκεπάσματα, απαγορευόταν να κοιμόμαστε με τα κεφάλια έξω, δεν ξέρω το γιατί, μερικές φορές ερχόταν η Ιδιοκτήτρια φιλεύσπλαχνος που την ονόμαζαν Ζητρίδου και μας επισκεπτόταν….αν έβλεπε να έχουμε τα κεφάλια μας έξω μας τα κτυπούσε δυνατά με ένα τεράστιο δακτυλίδι και μας πονούσε απίστευτα, δεν μας απεύθυνε τον λόγο ποτέ, απλά μας τιμωρούσε προκαλώντας μας πόνο χωρίς να ξέρω καθόλου τον λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό.
Πέρασα 3 χρόνια και λίγο παραπάνω εκεί μεσα, ένα κολαστήριο για όλους μας, το ξύλο ήταν σχεδόν καθημερινό, με ότι έβρισκαν και για οποιονδήποτε λόγο, και τρώγαμε όλοι ξύλο ακόμα κι αν ένας έκανε φασαρία, και γινόταν η διαδικασία έτσι:
Στο ισόγειο υπήρχε η μεγάλη τραπεζαρία που τρώγαμε ολοί μαζί, τα μπάνια όπου μας έκαναν μπάνιο, γούρνες που τις γέμιζαν με ζεστό νερό και πλενόμαστε μια φορά την εβδομάδα, εκεί μας έδιναν τα καθαρά ρούχα της επομένης εβδομάδας, ένας μικρός θάλαμος αγοριών, η κουζίνα και ένας διάδρομος που οδηγούσε στις σκάλες που πήγαιναν στον πρώτο όροφο όπου ήταν και οι θάλαμοι που κοιμόμασταν.
Έτσι όταν ήταν να φάμε ξύλο κάναμε ουρά στον κάτω διάδρομο, ανεβαίναμε σιγά-σιγά επάνω ακούγοντας τους άλλους μπροστά να φωνάζουν από πόνο από το ξύλο που έτρωγαν, έτσι σιγά-σιγά και οδυνηρά έφτανε και η δική μας σειρά και αφού γινόταν και αυτό προχωρούσαμε στα δωμάτια που κοιμόμαστε.
Φυσικά υπήρχαν και εξτρά βασανιστήρια που δεν ήταν προγραμματισμένα και δεν περιλάμβαναν άλα τα παιδιά αλλά όποιο την έδινε στις Κύριες που μας πρέσεχαν, έτσι θυμάμαι μια φορά που ένα παιδί έκανε κάτι που δεν άρεσε σε μια από αυτές ότι εκείνη μην βρίσκοντας κάτι πρόχειρο κοντά της για να το κτυπήσει έσπασε μια παιδική σκαλίτσα και πήρε το ένα από τα δύο μακρυά ξύλα της και άρχισε να το κτυπάει στα χέρια, δυστυχώς είχε ξεχάσει στην φούρια της να καθαρίσει το ξύλο από μια ακίδα που είχε μείνει κι αυτή τρύπησε την παλάμη του παιδιού με τα αίματα να πετάγονται και αυτό να ουρλιάζει από πόνο και τρόμο.
Δεν μιλούσε κανείς, είμαστε όλοι συνεχώς τρομοκρατημένοι, και τι θα έβγαινε αν μιλούσαμε; Θα τρώγαμε πιο πολύ ξύλο, κι έτσι περνούσε ο καιρός με ελάχιστες μέρες ηρεμίας.
Υπήρχε μια Διευθύντρια εκεί, ναι, αυτή που με άφησε η μητερα μου όταν με πρωτοπήγε εκεί, αυτή την θυμάμαι πολύ καλά, ένα μεσημέρι είχαμε φάβα, εμένα η φάβα δεν μ’ άρεσε, με ανακάτευε, έτσι απλά ανακάτευα το πιάτο χωρίς να τρώω, εκείνη με είδε και ήρθε από πάνω μου, φάε μου λέει….δεν θέλω απάντησα, δεν μου αρέσει, τότε άρχισε να με κτυπάει, με κτύπησε τόσο που έκανα έμετο ότι κι αν είχα φάει, τότε αυτή με πήρε έξω στην αυλή και με τάϊζε τον έμετο κτυπώντας με, όσο εγώ συνέχιζα να κάνω εμετό εκείνη με τάϊζε με μεγάλες κουταλιές και με κτυπούσε συγχρόνως, το τέλος δεν το θυμάμαι, ίσως δεν θέλω κιόλας. Μάλλον θα κουράστηκε να με κτυπάει και με άφησε.
Η χειρότερη μέρα μου στα χρόνια που ήμουν εκεί ήταν ένα μεσημέρι πριν τον ύπνο, παίζαμε στην μεγάλη αυλή κι εγώ είχα στα χέρια μου πετραδάκια όταν ξαφνικά μας φώναξαν να κάνουμε γραμμή και να ανεβούμε στους θαλώμους, ξέχασα να πετάξω τα πετραδάκια,,,,,κι όταν το θυμήθηκα ήμουν ήδη στην αρχή του διαδρόμου προς τις σκάλες, πίσω μου ήταν η πόρτα της αυλής, γύρισα και πέταξα τα πετραδάκια,,,,αλλά ήταν κάποιο άλλο παιδί πίσω μου….και….
Η Κυρία που μας πρόσεχε το πήρε σαν αταξία, και τι έκανε?
Είχα ήδη ανέβει τις μισές σκάλες όταν με πρόλαβε, με σήκωσε στον αέρα και έφαγα τόσο πολύ ξύλο με ότι μπορούσε να με κτυπήσει, με άφησε μισολιπόθυμο….μια άλλη Κυρία με λυπήθηκε και με πήρε από τα χέρια της και με έβαλε να κοιμάμαι στον δικό της θάλαμο, έκλαιγα μέρες, ακόμα με πονάει αυτύ το ξυλο.
Όλα αυτά κράτησαν τρία χρόνια και κάτι, θυμάμαι τα πιο σκληρά, υπήρχαν και άλλα, δεν μπορώ να τα θυμηθώ, η δεν θέλω, και τα θυμάμαι όποτε διαβάζω για κακοποίηση παιδιών, και γιατί δεν μιλάνε…
Γιατί δεν μιλάνε τα παιδιά?
Ξέρετε τι νοιώθουν τα παιδιά και το λέτε αυτό?
Πως τολμάτε?
Δεν ντρέπεστε?
Ξέρετε τι πληγές αφήνουν στις ψυχές των παιδιών αυτές οι συμπεριφορές των μεγάλων?
Με τι να αμυνθούν?
Κανείς δεν έμαθε τι έχω περάσει εκεί μέσα, μόνο το τελευταίο ξύλο που έφαγα το ανέφερα στην Μητέρα μου στο επισκεπτήριο που γινόταν μια φορά τον μήνα, ο τότε σύντροφος της πήγε και έπιασε αυτή που με ξυλοκόπησε και μιας και ήταν αστυνομικός της είπε ότι αν με άγγιξει ξανά θα της κόψει και τα δύο χέρια.
Ήταν γύρω στο 1970 όταν έφυγα τελικά από εκεί μέσα.
Μεγάλωσα και για πολλά χρόνια δεν μπόρεσα να συγχωρήσω την μητέρα μου για όλο αυτό, δεν ξέρω αν την έχω συγχωρέσει ακόμα παρ όλο που έχει φύγει, όταν ακούω για κακοποίηση παιδιών τρέμω από οργή, είτε βιασμός είναι αυτός είτε ξύλο, όσοι κάνουν τέτοια εγκλήματα δεν πρέπει να ξαναβγαίνουν από την φυλακή, δεν αλλάζουν, θα κάνουν χειρότερα, όταν άκουσα τον Παπά να λέει ότι όλα όσα καταγγέλονται είναι ανυπόστατα ψεύδη οργίστηκα τόσο πολύ γιατί σκέφτηκα ότι αν και τότε ενδιαφέρονταν για τα παιδιά όπως τώρα και μαθευόταν όσα μας έκαναν στο πρεβαντόριο ….θα έλεγαν τα ίδια, δεν υπάρχουν αποδείξεις και ότι λέμε ψέματα.
Τι πρέπει να κάνουν δηλαδή τα παιδιά για να γίνουν πιστευτά?
Να βρεθούν νεκρά?
Προστατέψτε τα παιδιά, δεν θεωρώ πως ότι και να κάνουν αξίζουν τιμωρίες που περιλαμβάνουν ξύλο ή ψυχολογική και σωματική βία.
Μπορεί ο πόνος από το ξύλο που έφαγα εκεί μέσα να έχει περάσει, η ψυχή μου όμως δεν έχει ξεχάσει ούτε ένα κτύπημα.
Και δεν θα ξεχάσει ποτέ.
Και όταν ακούω για κακοποίηση παιδιού αγριεύει.