Πρός Κολοσσαεῖς: “Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”.
“Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ μὴν πῶ τὰ συνηθισμένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι’ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο.
Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του καί ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ “θύραθεν” σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, στὴ ρητορικὴ καὶ στάλλα ἐφήμερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει “μωρίαν παρὰ τῷ Θεώ”. Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι’ ἃς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήμη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσημο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γι’ αὐτό, ὅλα τα μετρᾶνε μ’ αὐτὰ τὰ μέτρα. H ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ μυαλό, μ’ ἕνα σύντομον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιμοῦσε καὶ ἐκτιμᾶ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι’ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ δὲν πάει νὰ λέγη τὸ Εὐαγγέλιο! Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους.
Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε “μέγαν ρήτορα”, αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. “ου γὰρ ἀπέστειλε μὲ ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφία λόγου, ἴνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστού”, καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: “Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”.
Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι’ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι “κενὴ ἀπάτη”, τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”. Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε “ἐφάμιλλόν των ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα”, ὥστε νὰ ἔχη κι’ ὁ Χριστιανισμὸς κάποιους μεγάλους νόας κι’ ὄχι μοναχά τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράμματους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους μάρτυρες καὶ ἁγίους.
Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσμικὴ ματαιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος “εἰκῆ φυσιούμενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτών”, καὶ “ἐν σαρκὶ ὄντες” καὶ τὰ σαρκικὰ τιμῶντες, θέλουν “Θεῶ ἀρέσει”.
Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο “πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν” δηλ. “ό,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁμαρτία”, μὲ τὴ μικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ μέτρα τους, κάνοντας τὸν λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι’ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι τίτλοι ποὺ μποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα κανένα στόμα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅμως δὲν πήρανε χαμπάρι οἱ καινούριοι γραμματεῖς. Ἃς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι.
Ἄκουσε πῶς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: “Ἐπειδὴ (γὰρ) ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτούσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητούσιν, ἠμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἔλλησι δὲ μωρίαν…”. Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου του Παύλου, δηλαδὴ τὴ μεμωραμένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μωρία.
Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατί αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, “τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον”, μὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, “οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα”, χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσμο, καὶ γίνουνται αἰτία μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποῦ θρέφονται μὲ τὴν “κενὴ ἀπάτη”, ποῦ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;
Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραμορφωμένο Χριστιανισμὸ ποὺ μαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ οὐμανισμοῦ, καί ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισμὸ σ’ ἐμᾶς. Γιατί ἔχουμε τὴν κατάρα νὰ μαθαίνουνε ὅλα τα δικά μας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόμα καὶ τὴν ἀρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ’ αὐτὸν κι’ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασμένους οὐμανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατί σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίμησή τους, ἐπειδή, μὲ τὰ μέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ’ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσμια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογικὴ cξύτητα, κι’ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιμοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Γράφει λοιπὸν ὁ θεογλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾶ: “Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσμικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;” Σὰν νὰ λέγη: “Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς του κόσμου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητᾶς, μὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ μπορέση νὰ συζητήση, ἢ καν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποῦ λέμε ἐμεῖς οἱ μωροί, ἐμεῖς ποῦ δὲν γνωρίζουμε τὰ μαστορικὰ γυρίσματα τῆς διαλεκτικῆς, ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι’ ὄχι κατὰ βάθος ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ πού λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα μας;”
Καὶ παρακάτω γράφει: “Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων”. Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούμενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι καί οἱ ρήτορες καί οἱ ἄλλοι λογὴς-λογὴς μαστόροι τῆς κοσμικῆς λογοτεχνίας, πού τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πώς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ μὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποῦ λέγει “ἂν τὸ φῶς ποῦ ἔχουνε μέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοὺς πόσο πρέπει νὰ εἶναι;”