Το γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β’, στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών. Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει. (σ.σ. – βλέπε: εδώ)
Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Κόλπους Πατρὸς τυποῦσι τοῦ σοῦ, Χριστέ μου,
Τοῦ Συμεὼν αἱ χεῖρες, αἱ φέρουσί σε.
Δέξατο δευτερίῃ Χριστὸν Συμεὼν παρὰ Νηῷ.
Ο Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει το Χριστό, έπειτα από μια “περιπέτεια” ολιγοπιστίας, δια της αμφισβήτησης προφητείας του Προφήτου Ησαΐα:
«Μα αὐτην την προφητεία (τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα (Ζ’,14): “διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ’ (ὃπερ μεθερμηνευόμενον, μεθ’ἡμῶν ὀ Θεός), Μεγάλης βουλής Ἂγγελος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἂρχων εἰρήνης, Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος”), την ἀμφισβήτησε και ἓνας μεγάλος Ἃγιος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος, πού ἦταν ἓνας ἀπό τους “ἑβδομήκοντα” που εἶχαν στείλει οἱ Ἑβραῖοι στον Πτολεμαῖο τον βασιλιά τῆς Αἰγύπτου, στην Ἀλεξάνδρεια, για να μεταφράσουν την Παλαιά Διαθήκη ἀπό την Ἑβραϊκή στην Ἑλληνική γλῶσσα.
Ὃταν ὁλοκλήρωσαν την μετάφραση αὐτή, πῆραν τον δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στη πατρίδα τους. Καθ’ὀδόν ὁ Ἃγιος Συμεών, σχολίαζε με τους συντρόφους του την προφητεῖα τοῦ Προφήτη Ἡσαΐου δηλ. το χωρίο αὐτό που ἀναφέραμε: “ἰδού, ἡ παρθένος ἒξει….” Ἀδύνατον, ἒλεγε ὁ Δίκαιος, πῶς θα γεννήσει μια παρθένος; Ἂν εἶναι να συμβεῖ αὐτό, τότε να ξαναβρῶ και ἐγώ το δακτυλίδι μου. Και βγάζει ἀπό το δάκτυλό του το δακτυλίδι που φοροῦσε, και το πετάει στα νερά τοῦ ποταμοῦ που ἒρρεε κατά μῆκος τοῦ δρόμου που βάδιζαν.
Τότε δέχτηκε ἁοράτως ἓνα ράπισμα και ἂκουσε μια φωνή που τοῦ ἒδινε την ὑπόσχεση ὃτι δεν θα πέθαινε μέχρι να δεῖ τον Σωτῆρα τοῦ κόσμου. (Το ράπισμα βεβαίως ἦταν για την ἀμφισβήτηση ἀπό τον Ἃγιο και Δίκαιο Συμεών, τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλ. τῆς προφητείας τοῦ Προφήτου Ἠσαϊα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.)»
Το δε δακτυλίδι το βρήκε το ίδιο βράδυ μέσα στη κοιλιά του ψαριού που ετοίμασαν για φαγητό!
Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά γεράματα του. Είχε φθάσει 280 ετών!
Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση. Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού. Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά – καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ». Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι’ αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.
Ο Άγιος Συμεών υπήρξε ο πρώτος που κήρυξε τον ερχομό του Ιησού Χριστού. Αυτό αποτυπώνεται και στα τροπάρια του κανόνα της εορτής του:
Κανών α’, ᾨδὴ ζ’, τῆς Ἑορτῆς, τροπάρια 2-3:
“Ἀδὰμ ἐμφανίσων ἄπειμι, εἰς ᾍδου διατρίβοντι, καὶ τῇ Εὔᾳ προσκομίσων εὐαγγέλια, Συμεὼν ἀνεβόα, σὺν Προφήταις χορεύων· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Η Προφήτιδα Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Παντρεύτηκε πολύ νέα, και μετά επτά χρόνια έμεινε χήρα. Από κει και πέρα έζησε μόνη της, χωρίς να έλθει πλέον σε νέο γάμο. Παρηγοριά και ευχαρίστηση της ήταν η προσευχή, η νηστεία, η ανάγνωση των Γραφών, η φιλανθρωπία και η συχνή παρουσία της στο Ιερό σ’ όλες τις πρωινές και εσπερινές δεήσεις. Για τον τρόπο αυτό της ζωής της, το Άγιο Πνεύμα μετέδωσε στην Άννα το προφητικό χάρισμα. Αξιώθηκε μάλιστα, αν και 84 ετών τότε να υποδεχθεί στο Ναό μαζί με τον δίκαιο Συμεών, το θείο Βρέφος. Κατά τη συνάντηση εκείνη, η καρδιά της Άννας υπερχάρηκε και σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.
Η μνήμη της Προφήτιδας Άννας επαναλαμβάνεται στις 28 Αυγούστου.
Η Σύναξή τους ετελείτο στο Αποστολείο Ιακώβου του Αδελφοθέου, που ήταν παρεκκλήσιο του ναού της Θεοτόκου Ευουρανιωτίσσης.
Τα Λείψανα του Αγίου Συμεών, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκαν στο Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων, όπου φυλάσσονταν και τα Λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου και του Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου. Από εκεί αφαιρέθηκαν το 1204 μ.Χ., πέντε ημέρες μετά την άλωση της Πόλεως από τους Φράγκους, από τους Βενετούς Πέτρο Steno, Άγγελο Drusiano και Ανδρέα Balduino και μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Μετά την αναγνώριση του 1317 μ.Χ. τα Λείψανα τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, η οποία το 1733 μ.Χ. τοποθετήθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα του προς τιμήν του Ναού, όπου και σήμερα φυλάσσονται.
Λείψανα του Αγίου Συμεών φυλάσσονται επίσης στο Ναό Aix La Chapelle, στο Άαχεν της Γερμανίας.
Για την συγγραφή της παρούσας ανάρτησης αξιοποιήθηκαν κείμενα από εδώ από εδώ κ.α..