από το βιβλίο του Αλέξιου Γ. Κ. Σαββίδη
επιμέλεια –διασκευή: Θάνος Δασκαλοθανάσης.
Άλλος ένας σπουδαίος βυζαντινός ιστοριογράφος του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης μας δίνει μια επίσης ζωηρή περιγραφή της ρωμαλεότητάς του, λίγο πριν το μοιραίο,τυχαίο βέλος τον χτυπήσει στην κρίσιμη μάχη με το στρατό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄Μονομάχου, την άνοιξη του 1043.
Τους παραπάνω χρονογράφους επιβεβαιώνει και ο ποιητής Χριστόφορος Μυτιληναίος(1000-1060 περ.) που σε επιτάφιο επίγραμμά του γράφει για τον Μανιάκη ότι δεν υπήρχε όμοιος στην δική του αντρειοσύνη.
«Μανιάκης λαλέω από τύμβου ανδράσι πάσαν
ου λίπον ηνορέην επί γης, αλλ΄ υπό γαίαν
οιχόμενος κατέχωσα, εμοί δ΄ άμα συγκατέθαψα».
Η καταγωγή του
Η πολιορκία της Έδεσσας από τον στρατό του Μανιάκη (1032). Οι Βυζαντινοί απεικονίζονται να έχουν καταλάβει ένα τμήμα της πόλης, ενώ παράλληλα δέχονται επίθεση από αραβικές ενισχύσεις. Μικρογραφία από χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη.
Ο Ιωάννης Σκυλίτσης γράφει ότι ήταν γιος του αξιωματούχου Γουδέλη («ο Γουδελίου του Μανιάκη υιός»), μέλους δηλ. μιας βυζαντινής οικογένειας μεγαλοκτηματιών της Μικράς Ασίας. Αντίθετα ο Ψελλός, που είχε γνωρίσει το Μανιάκη, γράφει ότι η καταγωγή του δεν ήταν επιφανής και ότι ξεκίνησε από χαμηλά κερδίζοντας με την αξία του τα στρατιωτικά αξιώματα
Η νεότερη έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι άσχετα με την καταγωγή της, η οικογένεια των Μανιάκηδων ήταν ακμάζουσα στα εδάφη του βυζαντινού θέματος των Ανατολικών στην Μικρά Ασία μαζί με άλλους αριστοκρατικούς οίκους στην περιοχή αυτή, όπως των Αργυρών, των Βοτανειατών, των Βούρτζηδων, των Δουκών, των Μελισσηνών, των Σκληρών, των Συναδηνών και άλλων. Ωστόσο υπάρχει η μαρτυρία του Ψελλού που μιλά για άσημη καταγωγή που υπήρξε η κύρια αιτία της περιφρόνησης με την οποία αντιμετώπισαν τον ικανό στρατηγό οι αριστοκράτες του παλατιού, ιδιαίτερα οι μόνιμοι υπονομευτές του οι επισης Μικρασιάτες Σκληροί.
Όσον αφορά την καταγωγή του είναι γνωστό ότι το πρώτο μέλος της οικογένειας του οίκου των Γουδελίων (Μανιάκηδων) ήταν σλαβικής καταγωγής. Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ότι οι Μανιάκηδες θα πρέπει να σχετίζονται με τουρκόφωνα φύλλα του ανατολικού κεντρασιατικού ή και βαλκανικού χώρου. Η πληροφορία του Ψελλού περί τεραστίου αναστήματος του Μανιάκη, μάλλον διαψεύδει αυτήν την πιθανότητα και ίσως να συνηγορεί με την πιθανότητα σλαβο-βυζαντινής προέλευσης.
Γύρω στα 1029/1030 σε αρκετά νεαρή ηλικία (μεταξύ είκοσι και τριάντα) ο Μανιάκης διορίζεται στρατηγός-κυβερνήτης των παρευφρατίδιων πόλεων του ακριτικού θέματος «Τελούχ», στα σύνορα δηλ. της νοτιοανατολικής Μ. Ασίας και της Μεσοποταμίας.
Ο αποδεδειγμένα ανίκανος στα πεδία των μαχών Ρωμανός Γ¨ παίρνει τη σωστή απόφαση και διορίζει τον Μανιάκη «Κατεπάνω» Κάτω Μηδίας και αρχιστράτηγο των βυζαντινών δυνάμεων του ανατολικού μετώπου και ευφρατίδιων πόλεων. Πολύ σύντομα ο Μανιάκης θα δικαιώσει τον αυτοκράτορα με την κατάληψη της Έδεσσας της Οσροηνής(σημ. Ούρφα, ΝΑ Τουρκία), πόλης-κόμβου και σπουδαίου στρατηγικού και οικονομικού κέντρου της Μεσοποταμίας. Έκτοτε η πόλη έμελλε να παραμείνει σε βυζαντινά χέρια για αρκετές δεκαετίες έως και την εποχή των Σταυροφοριών.
Αυτή υπήρξε η τελευταία προσθήκη εδαφών στην Ανατολή. Ο Μανιάκης ανακάλυψε και πήρε από την Έδεσσα τη ιδιόγραφη (απόκρυφη επιστολή) του Ιησού, γραμμένη στα αραμαϊκά προς τον παλαιό ηγεμόνα της Έδεσσας κατά το πρώτο μισό του 1ου αιώνα, τον Άβγαρο. Χωρίς χρονοτριβή ο στρατηγός έστειλε το υπερπολύτιμο κειμήλιο στην Κωνσταντινούπολη.
Πρώτος βυζαντινός κυβερνήτης της Έδεσσας διορίστηκε ο ίδιος ο Μανιάκης.
Ο Μανιάκης στο δυτικό μέτωπο
Ο νέος σύζυγος της Ζωής Πορφυρογέννητης αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄Παφλαγών (1034-1041) διόρισε, σύμφωνα με το Σκυλίτση το Μανιάκη «στρατηγό-αυτοκράτορα» και διοικητή του θέματος Λογγοβαρδίας. Αυτή υπήρξε η πρώτη αποστολή του Μανιάκη στη Σικελία που θα διαρκέσει από το 1038 ως το 1040. Θα ακολουθήσει και δεύτερη αποστολή το 1042.
Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις διαμάχες των διαφόρων αρχηγών της Σικελίας, ο Μανιάκης αποβιβάστηκε το 1038 στο Ρήγιο και μέσα σε μια περίπου τριετία έκανε πραγματικότητα μια σειρά εκπληκτικών νικών, καταλαμβάνοντας ολόκληρη σχεδόν την Κάτω Ιταλία και την ανατολική Σικελία. Με την κατάληψη πόλεων των περιοχών αυτών ο στρατηγός δεν παρέλειπε να κτίζει και να επισκευάζει φρούρια αφήνοντας βυζαντινές φρουρές να τα ελέγχουν.
Οι βυζαντινές δυνάμεις με επικεφαλής τον Γεώργιο Μανιάκη (στο κέντρο) αποβιβάζονται στη Σικελία, το 1038, για να πολιορκήσουν πολη που έχει πέσει στα χέρια των Μουσουλμάνων.
Στο πλευρό του στρατηγού ήταν γνωστοί μισθοφόροι από τη Δ. και Β. Ευρώπη, Σκανδιναβοί, Βάραγγοι και Ρως. Ξεχωριστή παρουσία στο πλευρό του Μανιάκη υπήρξε ο Νορβηγός πολεμιστής Αράλτης και μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας Χάραλντ Γ΄ Χαρντράαντε (1047-1066) που σύντομα όμως ήρθε σε διένεξη με τον Μανιάκη.
Την ώρα που ο Μανιάκης έμπαινε θριαμβευτής στις Συρακούσες (1040) άρχιζε η πρώτη υπονόμευση από τον συγγενή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, τον ναύαρχο του στόλου Στέφανο, τον οποίο ο στρατηγός πρόσβαλλε με βαρείς χαρακτηρισμούς για ολιγωρία στη φύλαξη ναυτικής θέσης. Ο γαμπρός του αυτοκράτορα κατηγόρησε τον Μανιάκη ότι συνωμοτεί κατά του θρόνου.
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις ο Μιχαήλ Ατταλειάτης έγραψε πως αν δεν υπονομευόταν στο κρίσιμο αυτό σημείο το έργο του Μανιάκη, η Σικελία θα είχε περιέλθει ολοκληρωτικά σε ελληνικά χέρια.
Έκπληκτος ο θριαμβευτής της Σικελίας ότι είχε ανακληθεί και αντικατασταθεί από το συκοφάντη του ναύαρχο Στέφανο κατηγορούμενος για προδοσία. Στη Βασιελεύουσα έριξαν τον Μανιάκη στη φυλακή, ενώ πολύ σύντομα φάνηκε ότι η αποχώρησή του από το ιταλικό μέτωπο θα σήμαινε την επιδείνωση των εκεί βυζαντινών θέσεων.
Ο Μανιάκης οδηγείται σιδηροδέσμιος στη φυλακή μετά την ανάκλησή του από το δυτικό μέτωπο απο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄ ( Χρονικό Ιωάννη Σκυλίτζη)
Η νέα αποστολή του Μανιάκη στη Δύση
Πανικόβλητος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄Μονομάχος στέλνει προτάσεις συνθηκολόγησης, τις οποίες όμως ο στρατηγός απορρίπτει. Ο αυτοκρατορικός στρατός, ογκώδης, συγκεντρώνεται με επικεφαλής το «σεβαστοφόρο» Στέφανο Περγαμηνό, άνθρωπο του ιδιαίτερου περιβάλλοντος της Ζωής Πορφυρογέννητης.
Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν μεταξύ της άνοιξης και των αρχών του Ιουνίου του 1043. Η τοποθεσία ήταν κοντά στη μικρή πόλη του Οστροβού, στην Αμφίπολη, στις εκβολές του Στρυμόνα.
Στο κρίσιμο σημείο της μάχης και ενώ οι στρατιώτες του Μανιάκη νικούσαν τους πολυπληθέστερους αντιπάλους του, ο ατρόμητος στρατηγός έπεσε θανάσιμα χτυπημένος στο στήθος (Σκυλίτζης) ή στα πλευρά (Ψελλός, Ατταλειάτης) με ακόντιο μάλλον παρά με βέλος. Με την πτώση του από το άλογό του, το Βυζάντιο έχασε τον καλύτερο στρατηγό του. Οι άνδρες του, μισθοφόροι οι περισσότεροι, έχασαν το θάρρος τους και υποχώρησαν.
Ο Σκυλίτζης γράφει για το θάνατο του στρατηγού: «… ενώ ο Μανιάκης καθοδηγούσε τις δυνάμεις του και διασκόρπιζε τις αυτοκρατορικές φάλαγγες και οι άνδρες του Μανιάκη τον επευφημούσαν σαν βασιλιά, αυτός ξαφνικά έπεσε από το άλογό του και πέθανε χωρίς να φαίνεται ποιος ήταν αυτός που τον είχε χτυπήσει. Βρέθηκε δε να έχει καίρια πληγή στο στήθος…»
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης από τη μεριά του γράφει: « …Ήταν ακαταμάχητος, ακλόνητος και μεγαλόσωμος με πλατύ στέρνο, προκαλώντας φόβο σε όσους τον έβλεπαν, καθώς και ιδιαίτερα ευφυής. Αν και είχε σχεδόν κατακτήσει τη νίκη και τον επευφημούσαν και οι περισσότεροι από τους εχθρούς, στο τέλος της μάχης έπεσε ξαφνικά από το άλογο στη γη και κείτονταν στο χώμα, ενώ οι αντίπαλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για τέχνασμα και δεν τον πλησίαζαν. Όταν όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια, έτρεξαν πολλοί και τον βρήκαν στο έδαφος πλημμυρισμένο στο αίμα, να έχει δεχθεί καίριο πλήγμα στα πλευρά. Με την πτώση του οι δυνάμεις του διασκορπίστηκαν και έτσι η νίκη έκλινε υπέρ των εχθρών και οι στρατιώτες του βασιλιά γύρισαν πισω…»
Ο κατά τύχη θριαμβευτής Στέφανος ο «Σεβαστοφόρος» μετέφερε το κεφάλι του ήρωα της εποχής στον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, που, όπως γράφει ο Ψελλός, «μόλις το είδε ανέπνευσε βαθιά με ανακούφιση, σαν να του έφυγε κάποιο βάρος που τον έπνιγε σαν κύμα». Στη συνέχεια σε μια από τις μεγαλύτερες παρωδίες της βυζαντινής ιστορίας ακολούθησε η διαπόμπευση του νεκρού σώματος.
Γενική είναι η εκτίμηση όλων των μελετητών ότι αν η επαναστατική κίνηση του Μανιάκη είχε στεφθεί με επιτυχία και ο ίδιος είχε ανέλθει στο θρόνο της Βασιλεύουσας, η επιταχυνόμενη παρακμή του Βυζαντίου στα χρόνια των ανίκανων επιγόνων των Μακεδόνων πολεμάρχων αυτοκρατόρων (Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τζιμισκή και Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου) θα είχε ανακοπεί με άδηλα μεν, πλην θετικά αποτελέσματα για το μέλλον της αυτοκρατορίας. «Συμφορά για το Βυζάντιο» χαρακτήρισε την απώλειά του ο Κ.Άμαντος που κατέληγε τις περί Μανιάκη κρίσεις του γράφοντας πως «… αν αντί του κομψού Μονομάχου ελάμβανεν τον θρόνον ο τραχύς Μανιάκης, άλλη θα ήτο η εξέλιξις της ιστορίας του Βυζαντιου». Ο Σλουμπερζέ εκτιμά ότι «ο Μανιάκης θα ήτο αληθής βασιλεύς δια τους κεκινημένους εκείνους χρόνους, άτε υπό παντός του στρατού λατρευόμενος. Αλλ΄ ο Μονομάχος απετέλει ακρότατην αντίθεσην προς αρήτον βασιλέα».
Με το θάνατο του εξόχου στρατηγού τελείωσε «η περίοδος της βυζαντινής επανακτήσεως εδαφών», όπως τόνισε ο Η. Μοss. Πιο πρόσφατα, ο γλαφυρός Βρετανός ιστορικός Τζων Νόριτς φαίνεται πεπεισμένος ότι, αν δεν σκοτωνόταν ο Μανιάκης, «η Πόλη θα είχε πέσει στα χέρια του και αυτός θα γινόταν πιθανότατα ένας από τους μεγαλύτερους και από τους πιο τρομερούς ηγέτες της ιστορίας της αυτοκρατορίας».
Τέλος ο Λουί Μπρεγιέ, που στην παλιά του μονγραφία ( όπου ήταν πεπεισμένος για την τουρανική, κεντροασιατική καταγωγή του Μανιάκη) έγραψε τα εξής:
«Βάρβαρος στην καταγωγή και άσημος ως προς το γένος, ο έκτακτος αυτός άνδρας αφιερώθηκε ολόψυχα στη Ρωμαική(Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, της οποίας η δύναμη ασκούσε γοητεία στους άγριους νομάδες της ερήμου. Ανήλθε όλες τις βαθμίδες των κοινωνικών τάξεων και , διακατεχόμενος από ευγνωμοσύνη, κατανάλωσε ανεπιφύλακτα όλη του τη δραστηριότητα για να επεκτείνει τα όρια του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού. Τα κατορθώματά του δημιούργησαν τόση αίσθηση στο λαό, ώστε να γίνει μυθικός ήρωας και για πολύ χρόνο στις Συρακούσες και στην Έδεσσα έδειχναν με το δάχτυλο τον πύργο και το φρούριο του Μανιάκη. Αλλ΄ η παρηκμασμένη βυζαντινή κοινωνία κατέστρεφε τέτοιους άνδρες. Διότι αυλική σκευωρία έκανε τον πειθαρχικό αυτό στρατιώτη στασιαστή και το βέλος αγνώστου πολεμιστή έκοψε από τη ρίζα μια πιθανή βασιλεία, που θα συγκαταλεγόταν ίσως στις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας και θα εξασφάλιζε στον Ελληνισμό πολλές ακόμη εκατονταετίες ύπαρξης».