Ο George Manu γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1903, στο Βουκουρέστι και απεβίωσε στις 12 Απριλίου 1961, ως πολιτικός κρατούμενος για την αντικομμουνιστική του δράση, στις φυλακές Αϊούντ. Καταγόταν από μια παλαιά αριστοκρατική οικογένεια, με γενοβέζικες ρίζες. Ο πατέρας του υπήρξε πρόεδρος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η μητέρα του ήταν γόνος των Καντακουζηνών. Είχε ακόμα έναν αδελφό και δύο αδελφές. Ο νεαρός George έλαβε την εκπαίδευση, μέχρι και την πρώτη τάξη του λυκείου, κατ’ οίκον, ενώ τις υπόλοιπες τάξεις τις ολοκλήρωσε στο Νανσί (Γαλλία), το 1921. Ύστερα, λαμβάνει, από το Πανεπεπιστήμιο Βουκουρεστίου, δυο πτυχία: Μαθηματικών και Φυσικο-Χημικών.
Το 1926 λαμβάνει το πιστοποιητικό ανώτερων σπουδών στη Φυσικο-Χημεία και Ραδιοενέργεια από τη Σχολή Επιστημών του Παρισιού. Στο διάστημα 1926-1934 εργάζεται στο Institut du Radium, ετοιμάζωντας συνάμα το διδακτορικό του, κάτω από την καθοδήγηση της Marie Curie` παρουσιάζει την εργασία του το 1933 και βαθμολογείται με «tres honorable». Έπειτα απορρίπτει την προσφορά μιας θέσης ερευνητού στο Institut de Radium, προτιμώντας, το 1935, μια θέση επίκουρου καθηγητού στη Σχολή Επιστημών του Βουκουρεστίου, προκειμένου να ιδρύσει μια σχολή πυρηνικής φυσικής στη Ρουμανία . Παντρεύεται και γίνεται πατέρας, το 1936. Το 1937 προσχωρεί στο ονομαζόμενο «Κίνημα των Λεγεωνάριων» ή «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» (υπερεθνικιστικό, αντι-σιωνιστικό, αντι-κομμουνιστικό, αντί- καπιταλιστικό, αντί-μασονικό κίνημα με Ορθόδοξο Χριστιανικό προσανατολισμό). Στη διάρκεια της δικτατορίας του βασιλιά Καρόλου Β’ (1938-1940), διαμαρτύρεται ανοικτά ενάντια των καταχρήσεων και της διαφθοράς μέσα στο πανεπιστημιακό περιβάλλον, και τιμωρείται.
Πέραν του κοινωνικού ακτιβισμού, ενεργοποιείται, αργότερα και πολιτικά φτάνοντας, το 1943, να υπηρετεί ως προσωρινός αρχηγός του Κινήματος. Στο τέλος του Β’ ΠΠ, δραστηριοποιείται, πλέον, αμιγώς λαθραία, αφιερωμένος ολοκληρωτικά στην οργάνωση του Εθνικού Αντιστασιακού Κινήματος (σ.μτφρ. – ενάντια της «κομμουνιστικής» λαίλαπας).
Την άνοιξη του 1947, ο George Manu συνέταξε, με το ψευδώνυμο Testis Dacicus, μια εκτεταμένη μελέτη με τίτλο «Πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα – η Ρουμανία κάτω από την ρωσική κατοχή», που εντυπωσιάζει δια της ευρύτητας και της ακρίβειας της πληροφορίας που εμπεριέχει. Το πόνημα δακτυλογραφήθηκε σε πολλά αντίτυπα, στα ρουμανικά και στα αγγλικά και στάλθηκε στη Δύση, μέσω των αμερικανών και βρετανικών πολιτικών και στρατιωτικών αποστολών που βρισκόντανε στη Ρουμανία. Εξ αιτίας των πρακτόρων του K.G.B. που είχαν διεισδύσει στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, το κείμενο αυτό έγινε γνωστό και στην σοβιετική ηγεσία.
Ο καθηγητής George Manu συνελήφθη την 21η Μαρτίου 1948, και ενεπλάκη, μαζί με άλλες κορυφές της ρουμανικής πολιτικής διανόησης, στην Δίκη της Μεγάλης Εθνικής Προδοσίας. Δικάστηκε για το «έγκλημα της εσχάτης προδοσίας» με την περιγραφή: «παρέδωσε πολιτικής και οικονομικής φύσης πληροφορίες στην Αμερικανική Πρεσβεία» και καταδικάστηκε σε ισόβια κατ’ αναγκαστικά έργα. Ο τελευταίος λόγος του καθηγητή Μάνου πριν την ανακοίνωση της απόφασης ήταν: «Γιατί να υπερασπιστώ; Όλα όσα έκανα ήταν για να καταστρέψω τον κομμουνισμό. Λυπάμαι που δεν τα κατάφερα.» Κατόπιν πέρασε από πολλές φυλακές…
Λέγεται πως, μετά την καταδίκη του, τον επισκέφτηκε στις φυλακές Αϊούντ, ένας ρώσος σύμβουλος που του πρότεινε, με ανταλλαγή την ελευθερία του, να εργαστεί στα ερευνητικά κέντρα της Σοβιετικής Ένωσης, δίπλα σε έναν ρώσο πυρηνικός επιστήμονα με τον οποίον υπήρξε κάποτε συμφοιτητής.
Ο καθηγητής George Manu απέρριψε όμως, με αξιοπρέπεια αυτή τη προσφορά, μη θέλοντας να δουλεύει για εκείνους που θεωρούσε, δικαίως, εχθρούς του ρουμανικού έθνους.
Ο καθηγητής George Manu δεν ήταν μόνο ένας φημισμένος πυρηνικός επιστήμονας` επιχειρούσε με ευχέρεια και σε άλλα πεδία όπως: φιλοσοφία, θεολογία, νομική, φιλολογία και, ιδιαιτέρως, λογοτεχνία. Πολλοί ήταν οι διανοούμενοι και οι άνθρωποι του πνεύματος που γέμιζαν τις φυλακές του καθεστώτος, εκείνα τα χρόνια, μετατρέποντάς τες σε πραγματικά «Πανεπιστήμια». Στο διάστημα 1954-1961, το «πανεπιστήμιο» των φυλακών Αϊούντ είχε «πρύτανη» τον καθηγητή George Manu.
Όταν του ζήτησαν να συμμετάσχει στην «συμμόρφωση των φυλακισμένων στο κατάστημα Αϊούντ», υπογράφοντας μια δήλωση με την οποία να απορρίπει την συνάφεια του με την Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, εκείνος αρνήθηκε να συμβιβαστεί, με αξιοπρέπεια και σθένος. Ως τιμωρία, επειδή ήταν και βαριά άρρωστος (σ.μτφρ.: φυματίωση), του αρνήθηκε η ιατρική περίθαλψη. Ακολούθησε το τέλος…
Έσβησε στο νοσηλευτήριο του Αϊούντ, όπου εισήχθη μόλις λίγες ώρες πριν πεθάνει, γαλήνιος και έχοντάς τους συγχωρέσει όλους. Αποδήμησε εν Κυρίω, αφήνοντάς την παρακαταθήκη του στους συγκρατούμενους και στο ρουμανικό έθνος: «Μείνετε πιστοί στα ιδανικά σας και μείνετε αξιοπρεπείς.» και «Να πείτε σε όλους ότι δεν έκανα κανένα συμβιβασμό».
Μαρτυρίες συγκρατουμένων
Ion Cârja
«Ο καθηγητής τίμησε την φυλακισμένη ρουμανική διανόηση. Μέσα από την, επί χρόνια, καθημερινή εκπαίδευση, στερούμενος την ελάχιστη ξεκούραση που δικαιούτο, χαρίζοντας τροφή για τον νου και την ψυχή – πού τόσο χρειάζονταν οι νεαροί που είχαν αρπαχθεί από το καθεστώς, από τα θρανία των αιθουσών διδασκαλίας -, ο καθηγητής «ίδρυσε», στις φυλακές, μια σχολή ανωτάτων σπουδών! Ο George Manu εκπαίδευσε ανθρώπους για τη ζωή και τους ενέμπνευσε ιδανικά. Ο Manu επιβλήθηκε δια του ήθους, της τιμιότητας, της ευθύτητας του, όντας ένα εύγλωττο παράδειγμα των θαυματουργικών δυνάμεων των πνευματικών αξιών, που εξευγενίζουν και ανυψώνουν τον άνθρωπο όταν το πνεύμα καλλιεργείται κατάλληλα»
Gheorghe Jijie – „George Manu – Monografie”, Εκδόσεις Elisavaros, 2003 (Απόσπασμα)
«Με βάλανε στο κελί υπ’ αριθμόν 3, στον όροφο των φυλακών Ζάρκας. Υπήρξα ο τελευταίος που μπήκα σε αυτό το κελί.
Μπροστά μου εμφανίστηκαν μερικές μορφές αλλοιωμένες από τη πείνα, σκελετικές, τόσο εξαθλιωμένες που μέσα από το δέρμα της κεφαλής διακρίνονταν οι σύνδεσμοι μεταξύ των οστών του κρανίου, ειδικότερα στο μέτωπο και στο κρόταφο.
Στο κελί όπου εισήχθην δεν μου τράβηξε την προσοχή ένα πρόσωπο – δεν ήταν το πρόσωπο που με είχε εντυπωσιάσει ` την προσοχή μου παρακίνησε ένα ζευγάρι γυαλιά` στο ημίφως του κελιού λαμπίριζε ένα ζευγάρι γυαλιά. Όχι τόσο εξαιτίας των θρυμματισμένων φακών αλλά εξαιτίας των ματιών που βρίσκονταν πίσω από αυτά. Ύστερα κατάλαβα ότι δεν ήταν ούτε το φώς των ματιών που αντανακλούσε στα θραύσματα των γυαλιών αλλά η λάμψη της νοημοσύνης του George Manu…
Μου έλεγε: «Εμείς δεν θα βγούμε από ‘δω αλλά εσύ θα βγεις –. Εσύ θα δεις να συντελείται αυτό που σου λέω εγώ τώρα. Οι ρώσοι θα μας κυριεύσουν όλο και περισσότερο και όπως η Ευρώπη είχε, στο παρελθόν, ρημαχτεί από τις βαρβαρικές επιδρομές, έτσι κι’ εμείς θα βιώσουμε ένα ξεχείλισμα από τη μεριά της Μόσχας` όχι όμως, με τανκς, διότι ο πόλεμος πέρασε αλλά με κομμουνισμό και αθεϊσμό.»
Ήταν ένας άνθρωπος μέσου αναστήματος… Πόσο να πω; 1,70-1,75. Το ότι ήταν αδύνατος είναι μάλλον περιττό να αναφέρω. (…)
Ήταν αδύνατο να μη προσέχεις τα γυαλιά που φορούσε` είχαν συνθλιφθεί, είχαν πατηθεί αλλά τώρα ήταν επισκευασμένα, με μεράκι, από τα επιδέξια χέρια του, δεμένα με χίλιους τρόπους με σπαγκάκι… αλλά τι σπαγκάκι! Με σπαγκάκι που είχε ξηλώσει από τις κουβέρτες και από τα πουκάμισα. Σχίζαμε το πουκάμισο, στρίβαμε το νήμα που καταφέρναμε να βγάλουμε και με αυτό εκείνος αποκατέστησε το πλαίσιο των γυαλιών και έδεσε τα μπράτσα των. Το νήμα διέσχιζε μόνιμα έναν φακό, για να συγκρατήσει τα κομμάτια. Ανεξάρτητα από τη κατάσταση των γυαλιών, η φωτεινότητα του βλέμματός του ήταν διάχυτη και απόλυτα ταιριαστή με το φωτεινό χαμόγελό του.
Διότι από τα λεπτά του χείλη δεν έλλειπε ποτέ το χαμόγελο` λες και είχε γεννηθεί χαμογελώντας. Ακόμα και τώρα, στη φυλακή, όταν συζητούσε με τους ανακριτές ή όταν αντίκριζε τους αστυνόμους, εκείνος σαν να χαμογελούσε. Δεν το έκανε με περιφρόνηση, δεν προσποιούντο καλοσύνη, πραότητα και ευγένεια` όχι` έτσι ήταν η μορφή του, πάντα με διάθεση χαμογελαστή.
Όταν μίλαγε, σε κοίταζε. Συνήθιζε να μιλάει με το πιγούνι γερμένο προς το στήθος και να μας κοιτάει πάνω από τα γυαλιά ώστε η λάμψη στα μάτια του συνέβαλλε στο να καταγράφουμε τα όσα μας επικοινωνούσε. Πως να ήτανε, άραγε, έξω; Ασφαλώς θα ήταν πιο ρωμαλέος. Στην φυλακή πάντως, η εξαθλίωσή του δεν ήταν διαφορετική από των υπολοίπων, γιατί όλοι με σκελετά μοιάζανε. Αυτό που τον καθιστούσε διαφορετικός ήταν η αεικινησία των χεριών. Διότι εκείνος έραβε, έγγραφε, έκανε κόμπους, ζωγράφιζε… Που ζωγράφιζε; Στη σόλα της αρβύλας, στον τοίχο…. Για να μην γεμίζουμε ψείρες μας είχαν δώσει DDT. Άλειφε το κάτω μέρος του μπολ ή της σόλας της αρβύλας με σαπουνάδα πάνω από την οποία έριχνε λίγο DDT και σε αυτό το υλικό ζωγράφιζε με μια σκλήθρα, τα πορτρέτα όλων μας. Είχε την ευχέρεια να συλλάβει το ουσιώδες στην φυσιογνωμία του καθενός. Κρίμα που αυτά τα εξαιρετικά σκίτσα δεν μπόρεσαν να διασωθούν` θα ήταν αντάξια μουσειακής έκθεσης.
Χτύπαγε τον αλφάβητο Μορς. Τα χέρια του πιάνανε εκπληκτικές ταχύτητες, που εμείς ούτε που μπορούσαμε να φανταστούμε. (…) Σταμάταγε κάθε τόσο για να απολαύσει την επίδραση του ρυθμού της επικοινωνίας που εκτελούσε, γύριζε προς εμάς, σαν να ήθελε να μας πει: «καλά δεν ήτανε;». (…)
Στην καθημερινότητα του κελιού ήταν εξαιρετικά ζεστός, πράος, ανεκτικός, κατανοούσε την δική μου άγνοια αλλά και του στρατηγού ακόμα, διότι κανένας μας δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του στην καλλιέργεια, στην νοημοσύνη ή εύρος των γνώσεων.
Αναπολώ μια απόλυτα δραματική στιγμή όταν ο George Manu μας μίλησε, με μια εφηβική αθωότητα που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι διαθέτει, δεδομένου την ηλικία του, για την πραγματικότητα των θαυμάτων του Χριστού: «Εγώ δεν σας μιλάω σαν θεολόγος, εγώ σας μιλάω σαν επιστήμον. Και όλα τα θαύματα του Χριστού μπορούν να προσεγγιστούν με απόλυτη επιστημονική ακρίβεια, χωρίς να υποστηρίζουμε ότι εξαντλούμε το μυστήριο. Έχουμε καθήκον να διερευνούμε διεξοδικά τα θαύματα και το υπερφυσικό της διδασκαλίας του Χριστού, στο βαθμό που το επιτρέπει η νοημοσύνη μας. Και εγώ, ως Χριστιανός διανοούμενος, δεν δύναμαι να μην επενδύω ολόκληρη την διανοητική μου ικανότητα ώστε να γνωρίσω Τον Χριστό.» (…)
Ήταν ένας πιστός άνθρωπος με βαθειά θέρμη, χωρίς φανατισμό και μεγάλες χειρονομίες. Δεν μας αφηγήθηκε ποτέ εάν έλαβε μέρος σε κάποιο προσκύνημα ή εάν είχε κάποια πνευματική ανατροφή αλλά με την ιδιοσυγκρασία του ερευνητού που διψάει για γνώση, είμαι βέβαιος ότι είχε διανύσει ολόκληρα τμήματα της αγιοπατερικής φιλολογίας, διότι συχνάκις αναφερόταν στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, ακόμα και παρέθετε ατόφια αποσπάσματα.
Απορούσα αλλά η απορία μου ήταν ασφαλώς, αβάσιμη. Απορούσα πως είχε, αυτός ο άνθρωπος, συσσωρεύσει τόσες θεολογικές γνώσεις, μιας και η ζωή του δεν ήταν μεταξύ θεολογίας και Εκκλησίας` ήταν μια ζωή μέσα στο εργαστήριο, στην οικογένεια, στην κοινωνία. Πότε είχε μάθει θεολογία; Πότε είχε διαβάσει θεολογία; Για μας αυτό ήταν ανεξήγητο` Για εκείνον ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Διότι τέτοια ήταν η διανοητική του δύναμη ώστε να αφομοιώνει τα πάντα και να τα μεταδίδει στο ακέραιο… (…)
Για το κομμουνιστικό δόγμα μίλαγε ήρεμα, με πειθώ, με σθένος, όμως και με πραότητα, μίλαγε για τις συνέπειες του κομμουνισμού στην αυριανή κοινωνία της Ρουμανίας και της Ευρώπης: «Δεν είναι ο Στάλιν ο ένοχος για τον κομμουνισμό. Μη το πιστέψεις αυτό` μη κατηγορείς εκείνον, αλλά τον σατανά. Διότι ο σατανάς ενέπνευσε τον Μαρξ` ο σατανάς ενέπνευσε τον Λένιν και ο σατανάς εκδήλωσε την βιαιότητά του μέσω του Στάλιν` εκεί πρέπει κανείς να αναζητά την απαρχή του κακού` εκεί που είχε προκύψει, στον ουρανό, μια επανάσταση ενάντια της αγάπης Του Θεού. Συνεπάγεται ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έδιωξε τον σατανά με φωτιά διότι τόλμησε να υπερηφανευτεί απέναντι στο μεγαλείο Του Θεού. (…) Εσύ θα βγεις, εμείς δεν θα βγούμε και αν εσύ δεν γράψεις, να ξέρεις ότι, τότε, δεν θα είναι οι κομμουνιστές που μας σκότωσαν αλλά εσείς που δεν θα αποκαλύψετε τι βιώσαμε εμείς εδώ μέσα.»
Καθίσαμε περίπου έξι μήνες στο ίδιο κελί. Πέραν των προσευχών που απευθύναμε, μαζί ή χωριστά, ο καθένας είχε και από κάτι να αφηγείται. Ο στρατηγός Ιακομπίτσι είχε γυρίσει όλο το κόσμο, ο πρίγκιπας Μαρυροκορντάτ, επίσης. Ο Ράντου Μιρόνοβιτς ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος, δεν πολύ μίλαγε, ενώ ο Ιλίε Νικουλέσκου και ο Τζεόρτζε Μάνου μας λέγανε πολλά.
Ο George Manu ειδικά μας ταξίδευε σε όλη την λογοτεχνία, την φιλοσοφία και μας εξηγούσε όλα τα πολιτικά δόγματα. Αυτό που με είχε εντυπωσιάσει εμένα, περισσότερο – επειδή το γνωστικό εκείνο πεδίο μου ήταν λιγότερο γνωστό –, ήταν οι διαλέξεις του για την κομμουνιστική απειλή και για τον μασονικό κίνδυνο. Έκανε όλες τις παρουσιάσεις μέσα από το χριστιανικό πρίσμα. Πολλές φορές του ζητάγαμε να μας μιλήσει και για επιστημονικά θέματα. Μας έλεγε: «Επιστήμη θα χορτάσετε έξω, διότι είναι γεμάτα τα βιβλιοπωλεία με επιστημονικά βιβλία. Για τον Χριστό δεν θα ακούσετε όταν βγείτε έξω, για το πως είναι να ζεις με τον Χριστώ μέσα στις οδύνες, διότι τέτοια βιβλία τα έχουν βγάλει από τα ράφια. Και έτσι, θα ακούσετε μόνο τα ψέματα που λέει το κόμμα για Τον Χριστό και για την βιωματική πνευματικότητα.»
Γνώριζε ότι η ρουμανική κοινωνία δεν δύναται να σωθεί παρά μόνο μέσω της Πίστης και όχι μέσω της επιστήμης: «Ζούμε στον αιώνα της επιστήμης και νομίζουμε πως όλα λύνονται δια αυτής. Σας λέω εγώ, ένας άνθρωπος που ήμουνα πάνω από το μικροσκόπιο: όχι δια της επιστήμης λύνονται τα θέματα, όχι δια του εργαστηρίου αλλά δια της [Ορθόδοξης] Πίστης.»
Ο George Manu υπήρξε, για τους φυλακισμένους, ένα από τις «πύρινες γλώσσες», κάτι αντίστοιχο με εκείνες που είχαν κατεβεί πάνω από τους Αποστόλους και μας μίλησε με επιστημονικούς όρους ώστε να καταλάβουμε αυτό που κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει χωρίς την βοήθεια Του Αγίου Πνεύματος.
Η λυτρωτική αγάπη του καθηγητού
«Αργά, το βράδυ, η απόλυτη ησυχία περιέβαλε τη φυλακή. Ακόμα αγρυπνούσα, με ανοικτά τα μάτια. Αντελήφθην τότε, ότι το μεγαλύτερο προσόν του καθηγητού, μεγαλύτερο ακόμα και από την τεράστιά του μνήμη και εργατικότητα, ήταν η αγάπη, που διαμοίραζε σε όλους εκείνους που γοήτευε με τον πλούτο των γνώσεών του.
Αυτήν την αγάπη για την γνώση, που διαδιδόταν προφορικά, από άνθρωπο σε άνθρωπο – ωσάν το φως των κεριών τη νύχτα της Αναστάσεως -, πλημύρισε τη [φυλακή] Ζάρκα, ύστερα την Αϊούντ και, παραπέρα, μέσω αυτών που μεταφέροντο, όλες τις φυλακές στην επικράτεια` αποτέλεσε δε μια από τις δυνατότερες μορφές αντίστασης – η αντίσταση του πνεύματος, που αυτό μας είχε διδάξει.
Γι’ αυτό το λόγο, έπειτα από τόσα χρόνια από την αποδημία του αείμνηστου George Manu, να μην ξεχνάμε ότι μας άφησε κληρονομιά την αγάπη` την δική του αγάπη και εκείνη του Παύλου εκ Ταρσούς` να την διαφυλάξουμε και να την αυξήσουμε, περιβάλλοντας μ’ αυτήν όλη την ρουμανική φυλή, με σκοπό την σωτηρία αυτής. Είθε να τον αναπαύσει ο Θεός.»
Μετάφραση αποσπασμάτων του άρθρου από τον σύνδεσμο: https://fgmanu.ro/2020/01/30/profesorul-george-manu/