(Φωτογραφία άρθρου: “Τα κοσμήματα»)
Η εμετική συμβολή του Υπ. Πολιτισμού στην ανατροφή και την καλλιέργεια νέων γενεών είναι ολοφάνερη και στο «στέκι» του, στο Νέο Κόσμο!
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) είναι «παιδί» της τρίτης χιλιετίας, έχοντας ξεκινήσει την λειτουργία του – σημαδιακά -, το 2000.
Από το 2016, το ΕΜΣΤ μας «φτιάχνει» τη διάθεση από του ΦΙΞ! Η ανακατασκευή του πρώην εργοστασίου ζυθοποιίας στη Λεωφ. Συγγρού, είχε ολοκληρωθεί από τον Φεβρουάριο του 2014.
Τη 16/6/2022 (χμ!), το ΕΜΣΤ έστησε γλέντι στη ταράτσα, για τα πέντε χρόνια λειτουργίας στην μόνιμη έδρα του αυτή:
«Το κλίμα ήταν από νωρίς εορταστικό στο εμβληματικό και πλέον αναδιαμορφωμένο κτίριο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Νέο Κόσμο, όπου την περασμένη Πέμπτη 16 Ιουνίου άνοιξαν ταυτόχρονα για το κοινό πέντε νέες εκθέσεις, με προεξέχουσα τη “Statecraft. Διαμορφώνοντας το Κράτος” σε επιμέλεια της καλλιτεχνικής διευθύντριας Κατερίνας Γρέγου. Η διεθνής ομαδική έκθεση, στην οποία συμμετέχουν 39 καταξιωμένοι καλλιτέχνες απ΄ όλον τον κόσμο, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν ξαναδείξει τη δουλειά τους στην Ελλάδα, μας μυεί με έναν διαφορετικό τρόπο στους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.» πηγή
Τώρα, φταίω εγώ που εντοπίζω μια συμμετρία και σύμπλευση μεταξύ αυτού του γεγονότος και την εξάχρονη επέτειος της δυσώδους ψευδοσυνόδου της Κρήτης, η οποία ξεκινούσε τις εργασίες της στις 16/6/2016 (χμ!) και είχε τρόπον τινά, ως κεντρική «έκθεση», μια εισήγηση του τύπου «Churchcraft. Διαμορφώνοντας την Εκκλησία», που μας μυεί σε έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας της «εκκλησίας»;;;!!!
Ή μήπως φταίω όταν παρατηρώ ένα κάθετο και οριζόντιο συντονισμό, τόσο ημερομηνιακά, όσο και επικοινωνιακά, των άτυπων εγκαινίων του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» (χορηγός του ΕΜΣΤ), με τα εγκαίνια του ΕΜΣΤ αλλά και με την «τελετή λήξης» της ψευδοσυνόδου της Κρήτης (25/6/2016), που μαζί σηματοδοτούν την έναρξη μιας ραγδαίας μεταμόρφωσης ολόκληρού του κόσμου;;;!!!
«Η καινούργια όπερα ξεκίνησε τη λειτουργία της. Δεν κόπηκε κορδέλα, δεν ανακοινώθηκαν εγκαίνια, αλλά η Εναλλακτική Σκηνή της νέας έδρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) έδωσε τις πρώτες της παραστάσεις. Πραγματοποιήθηκαν με ελεύθερη είσοδο το Σάββατο 25 Ιουνίου 2016, στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Metamorphosis: το ΚΠΙΣΝ στον Κόσμο»» πηγή
Για την κοχλάζουσα χοάνη διαφθοράς που εδρεύει και στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, έχουν γραφτεί πολλά. Ενδεικτικά, από εδώ :
«Όταν η Λίνα Μενδώνη στις προγραμματικές της δηλώσεις το 2019 μιλούσε για «αυτοχρηματοδότηση του πολιτισμού» και «πλήρη αξιοποίηση της συνεργασίας με τα Κοινωφελή Ιδρύματα» ήταν σαφές –τουλάχιστον στους γνώστες– τι εννοούσε. Μια πολιτική που επί δεκαετίες (10 χρόνια ήταν η ίδια ΓΓ του ΥΠΠΟΑ) φρόντισε να παραχωρήσει όλο τον σύγχρονο πολιτισμό στα κάθε λογής «Ιδρύματα» και «ευεργέτες» (Λαμπράκης, Ωνάσης, Λάτσης, Κωστόπουλος κ.ά.), με τους εξής τρόπους:
1) Την αλλαγή θεσμικής υπόστασης των δημόσιων φορέων σύγχρονου πολιτισμού (όλοι είναι ΝΠΙΔ πλέον), με διοικήσεις διορισμένες από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία (πλην 2 εξαιρέσεων που επιλέχτηκαν με ανοιχτό διαγωνισμό μόλις το 2021), με σκανδαλώδες αποκορύφωμα της πρακτικής αυτής τον διορισμό Λιγνάδη.
2) Την υποχρηματοδότηση (ή τη χρηματοδότηση από τις «λίστες» των «κολλητών») της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, από το βιβλίο ως τα εικαστικά.
3) Την περιθωριοποίηση όλων των αρμόδιων Διευθύνσεων του ΥΠΠΟΑ που ασχολούνταν με τον Σύγχρονο Πολιτισμό, ώστε να μην παράγουν πολιτική και να ακυρώνεται ο εποπτικός τους ρόλος.
Φοβού τους χορηγούς και δωρεές φέροντας
Για να φτάνουμε σήμερα η Λυρική να έχει παραδοθεί στο Ίδρυμα Νιάρχος, η Εθνική Πινακοθήκη να έχει μια τεράστια ταμπέλα που αντί να γράφει «Ίδρυμα Αλεξάνδρου Σούτσου» ή έστω «δαπάναις του Έλληνα και Ευρωπαίου φορολογούμενου», γράφει με τεράστια γράμματα «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» και οι καλλιτέχνες να παρακαλάνε να δουλέψουν στη Στέγη του Ωνασείου για να ‘χουν στον ήλιο μοίρα.
Αυτό το «μοντέλο» έπρεπε πάση θυσία να επεκταθεί και στην πολιτιστική κληρονομιά. Για πολλά χρόνια το έδαφος προετοιμαζόταν, με τις άοκνες προσπάθειες της Λ. Μενδώνη αλλά και της Λ. Κονιόρδου, μέσα από τη στήριξη που παρείχαν στο σωματείο ΔΙΑΖΩΜΑ του Στ. Μπένου (το οποίο και συνέβαλε βέβαια και στην αναβάθμιση της καριέρας του Ιδρυτή του, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…). Από το 2019 και μετά, όμως, υπάρχει ένας διακηρυγμένος στόχος: η ιδιωτικοποίηση των πάντων. Κι αν η νομοθεσία για την πολιτιστική κληρονομιά είναι πιο αυστηρή, κανένα πρόβλημα: μεγάλα και μικρά Ιδρύματα μπορούν να «μοιραστούν» μεταξύ τους Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, είτε για να βάλουν την ταμπέλα τους, είτε για να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ, μοιράζοντας τις δουλειές μεταξύ των εταιρειών τους, είτε για να δώσουν δουλειά στους κολλητούς τους, είτε για να πατήσουν πόδι στη διοίκηση των αρχαιολογικών Μουσείων, τα οποία προορίζονται από την κυβέρνηση να μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα με διορισμένα ΔΣ…
Πώς πατάνε πόδι; Με το μανδύα της «δωρεάς» που -με τις πλάτες της υπουργού Λ. Μενδώνη και του γ.γ. Γ. Διδασκάλου- μετατρέπεται σε «δεσποτεία». Κι αν η νομοθεσία δεν το επιτρέπει, ποιος θα φέρει αντίρρηση; Αν η αρμόδια Υπηρεσία «τολμήσει» να ψελλίσει κάτι, θα υποστεί το «κατσάδιασμα» της πολιτικής ηγεσίας – πολύ πιθανό να μετακινηθεί και όποιος υπάλληλος δεν είναι συνεργάσιμος.
Έτσι ακριβώς συνέβη με τη «δωρεά» του Ιδρύματος Ωνάση στην Ακρόπολη, με τα γνωστά αποτελέσματα του «τσιμεντώματος», αλλά και της «ταμπέλας» που είχε συμφωνηθεί – επ’ ωφελεία τόσο του Ιδρύματος όσο και της Υπουργού Πολιτισμού (ευτυχώς βέβαια μετά την κατακραυγή, τελικά το όνομα της Μενδώνη δεν θα μπει σε ταμπέλα στον αρχαιολογικό χώρο. Θα αντιπροτείναμε, πάντως, να αναγραφεί με μεγάλα γράμματα πάνω στα τσιμέντα, ως «ανάληψη ευθύνης»). Ουσιαστικά μέσω της «δωρεάς» το Ίδρυμα Ωνάση και η τεχνική εταιρεία του (ΑΡΙΟΝΑ) έκαναν ό,τι γούσταραν πάνω στην Ακρόπολη, και η Υπουργός με τον ΓΓ πίεζαν την ΥΣΜΑ και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών να τα δέχονται όλα χωρίς να βγάλουν κιχ!»
Η αντιπολίτευση δείχνει, κατά διαστήματα, τάχατες, τα δόντια της, αποκαλύπτοντας και από κάτι… Διαβάζουμε εδώ:
«Τη διαχείριση των χρημάτων των φορολογουμένων «με αδιαφάνεια και απουσία δημόσιου ελέγχου» όσον αφορά τη χρηματοδότηση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης κατήγγειλε ο Πάνος Σκουρολιάκος, κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ο αναπληρωτής τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε σε δημοσίευμα του «Documento» για την προσπάθεια του υπουργείου Πολιτισμού να ξεφύγει από τον δημόσιο έλεγχο όσον αφορά την οικονομική διαχείριση του Μουσείου μέσω επιχορήγησης της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας ΟΔΕΜΣΤ. Επικαλούμενος το δημοσίευμα, ο Π. Σκουρολιάκος παρατήρησε ότι η εταιρεία ιδρύθηκε για να διαχειριστεί τη δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» προς το ΕΜΣΤ, όμως τον Φεβρουάριο του 2020 τροποποίησε το καταστατικό της ώστε να δέχεται επιχορηγήσεις από το υπουργείο Πολιτισμού. Επισήμανε ότι με αυτόν τον τρόπο «ένα μέρος του κρατικού προϋπολογισμού του υπουργείου Πολιτισμού εκφεύγει από κάθε μορφής δημόσιο έλεγχο»..»
Η Διεύθυνση ΕΜΣΤ
Η κοσμοπολίτικη νυν καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ (7/2021), Κατερίνα Γρέγου εκ Βρυξελλών, ομολογεί, από τη σκοπιά της, πίστη στο υβριδικό, παγκόσμιο καθεστώς:
«Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε υφίσταται έναν πρωτοφανή, ραγδαίο συστημικό μετασχηματισμό», λέει η κυρία Γρέγου. «Η ταχύτητα της επιστημονικής εξέλιξης και τεχνολογικής προόδου, οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, καθώς και νέες μορφές ανισότητας είναι ζητήματα που απαιτούν άμεση λύση. Πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι πολύ σημαντικό τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να μιλούν οι καλλιτέχνες για την πολιτική, αν το ενδιαφέρον τους γι’ αυτή είναι γνήσιο». πηγή
Το ΕΜΣΤ – οίκος βλασφημίας
Ανάγνωσμα από το 2002:
«Η δεύτερη έκθεση της σειράς Σύνοψις με τίτλο Θεολογίες ανιχνεύει σχέσεις της σύγχρονης τέχνης με τη θρησκευτικότητα ως ιδιαίτερο βίωμα, δόγμα, λατρεία και εξουσία. Αναφορές σε θρησκευτικές παραδόσεις, σε ιερά κείμενα και τόπους, σε λατρευτικούς τύπους και μυστικές θεωρίες απαντώνται αρκετά συχνά σε σύγχρονα καλλιτεχνικά έργα. Πρόκειται άραγε για αναζωπύρωση μιας θρησκευτικής αναζήτησης και επιστροφή της σύγχρονης τέχνης στη θρησκευτική πνευματικότητα; Ή μήπως για μια άλλοτε απροκάλυπτη και άλλοτε λανθάνουσα κριτική και πολεμική των θρησκευτικών περιορισμών;
Στα ερωτήματα αυτά δεν χωρούν μονοσήμαντες απαντήσεις. Μολονότι η τάση αυτή, όπως αποδεικνύεται και από τα αντιπροσωπευτικά έργα της παρούσας έκθεσης, δεν κολακεύει τον φονταμενταλισμό, αποφεύγει συμβατικές ομολογίες πίστεως και συχνά ασκεί κριτική στο Νόμο, τις εντολές και τις απαγορεύσεις των θρησκειών, παράλληλα είναι ορατή μια κάποια κρυφή γοητεία από τις διάφορες λατρευτικές παραδόσεις, από τη δυναμική υπέρβαση των ανθρωπίνων ορίων που συνιστά τον πυρήνα της θρησκευτικότητας, και πρωτίστως από τη μυστική, ερωτική ως προς την κορυφαία της έκφανση, εμπειρία διαφορετικών θρησκειών.
H ιδιότυπη σχέση σύγχρονης τέχνης – θρησκείας μπορεί να κατανοηθεί μόνο στον ορίζοντα της παγκοσμιοποίησης, της οποίας αποτελεί μια από τις θετικές πλευρές. Μέσα στον ορίζοντα αυτόν, αναγνωρίζεται ο κοινός για την ανθρωπότητα πλούτος των θρησκειών, καλλιεργείται η δεσπόζουσα στην εποχή μας συγκριτική (σ.σ. – δηλαδή, οικουμενιστική), θρησκειολογική έρευνα, καταπολεμείται η αντιπαλότητα μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών συστημάτων, συμφιλιώνεται η τεχνολογία αιχμής με βαθύτατες θρησκευτικές εμπειρίες και, το σπουδαιότερο, ασκείται κριτική, συχνά οξύτατη, στην κοινωνική και πολιτική εξουσία των θρησκευτικών ιεραρχιών. Χωρίς την οικουμενική διάσταση της πληροφορικής και της επικοινωνίας, που επιτρέπει την επαφή και το συγχρωτισμό λαών και πολιτισμών, θα ήταν αδιανόητο το ερώτημα της σχέσης σύγχρονης τέχνης και θρησκευτικότητας, και μάλιστα υπό τους όρους της πολυπολιτισμικής και διαθρησκευτικής συνύπαρξης με τους οποίους τίθεται στην παρούσα έκθεση.
Η μεταφορά σε πληθυντικό αριθμό του ελληνοχριστιανικής προέλευσης όρου θεολογία από το θρησκευτικό στο αισθητικό πεδίο υποδηλώνει την πολλαπλότητα των καλλιτεχνικών προσεγγίσεων του θείου. Τα έργα της έκθεσης “θεολογούν” έμμεσα και υπαινικτικά, αλλά αυτό που επενδύεται στο λόγο περί θεού ως βίωμα, έννοια ή μεταφορά, είναι κάθε φορά διαφορετικό και, υπερβαίνοντας τα όρια του θρησκευτικού, διανοίγεται σε ποικίλους προβληματισμούς, κοινωνιολογικούς, φιλοσοφικούς και άλλους.» πηγή
Αντί συμπεράσματος:
«Εάν ισχύει αυτό που έχει πει για την τέχνη ο Hegel, δηλαδή ότι η τέχνη είναι η «αισθητή εμφάνιση της ιδέας», τότε αυτό (δηλ. η τέχνη) δεν αποτελεί υπόθεση του κράτους, αλλά της ίδιας της κοινωνίας, η οποία συγκροτεί τον εαυτό της ως ιδέα στο αισθητό επίπεδο. Ολοι όμως αισθανόμαστε φόβο μπροστά στο γεγονός ότι στις μέρες μας οποιαδήποτε αισθητή ανασυγκρότηση της ιδέας στις συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας είναι αδύνατη. Έχουμε λοιπόν κατοχυρώσει τον απόλυτο θετικισμό στην τέχνη και την «δημόσια καλλιτεχνική δραστηριότητα». (Σ.σ. – όπου ο θετικισμός = Θρησκεία της Ανθρωπότητας!) πηγή